бакалейный - ορισμός. Τι είναι το бакалейный
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι бакалейный - ορισμός


бакалейный      
БАКАЛ'ЕЙНЫЙ, бакалейная, бакалейное. прил. к бакалея
. Бакалейный товар. Бакалейная торговля.
| Торгующий бакалеей. Бакалейная лавка.
бакалейный      
прил.
1) Соотносящийся по знач. с сущ.: бакалея (1), связанный с ним.
2) Свойственный бакалее (1), характерный для нее.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για бакалейный
1. На Садовом кольце открылся бакалейный магазин Hediard.
2. АНДРЕЙ АЗАРОВ Знаменитый бакалейный дом Hediard теперь принадлежит российскому бизнесмену.
3. Бакалейный дом Hediard был основан в далеком 1854 году Фердинандом Эдияром.
4. Не прижились в России и всемирно известны гастрономические бутики Fauchon и бакалейный дом Hediard.
5. Ввиду давних доверительных отношений купить бакалейный дом было предложено Сергею Пугачеву",- рассказывает собеседник Ъ.
Τι είναι бакалейный - ορισμός